Το βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935- Οι Κρήτες που διώχθηκαν και φυλακίστηκαν (όλα τα ονόματα – φωτο)

Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη

andrikakisalekos@gmail.com

Συμπληρώνονται 89 χρόνια από το βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Όταν, δηλαδή, οι οργανώσεις της βενιζελικής παράταξης, κυρίως στο στράτευμα, αλλά και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο προχώρησαν σε κίνημα με στόχο την αποτροπή της παλινόρθωσης της βασιλευόμενης δημοκρατίας, αλλά και την αποκατάσταση των δημοκρατικών αξιωματικών που είχαν εκδιωχθεί από το στράτευμα. Στην ουσία, όμως, πίσω από την κίνηση αυτή υπήρχε ο στόχος της επιστροφής των βενιζελικών στην εξουσία. Το κίνημα όμως απέτυχε με συνέπεια να οδηγηθούν στις φυλακές εκατοντάδες στελέχη των Φιλελευθέρων, να καθαιρεθούν πολλοί ανώτατοι αξιωματικοί κι ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος να οδηγηθεί αυτοεξόριστος στο Παρίσι, όπου και πέθανε λίγο αργότερα.
Στην κυβέρνηση ήταν τότε το Λαϊκό κόμμα με πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη και υπουργό Στρατιωτικών τον Γεώργιο Κονδύλη, ενώ στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, που είχε διατελέσει, τρεις δεκαετίες πριν, ύπατος αρμοστής στην Κρήτη. Αν και οι λαϊκοί είχαν αναγνωρίσει την αβασίλευτη Δημοκρατία, στην ουσία το κόμμα τους δεν την είχε αποκηρύξει, καθώς ένα μεγάλο μέρος των οπαδών της πίστευαν σ’ αυτήν. Το γεγονός προκαλούσε φόβους στην πλευρά του Βενιζέλου ότι θα επιχειρείτο επιστροφή στη μοναρχία.
Δύο ακόμη γεγονότα είχαν φορτίσει έντονα την πολιτική ατμόσφαιρα και τα πολιτικά πάθη μεταξύ των δύο παρατάξεων. Ήταν η απόπειρα του Ιουνίου 1933 κατά της ζωής του Βενιζέλου και εκδίωξη δημοκρατικών αξιωματικών από το στράτευμα, ιδιαίτερα με αφορμή το Κίνημα Πλαστήρα της 6ης Μαρτίου 1933.

Ο Βενιζέλος ως επαναστάτης με κρητική βράκα και όπλο, σε σκίτσο της εποχής

Η απόπειρα του 1933 έπεισε το Βενιζέλο ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοί του δεν θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο προκειμένου να τον εξοντώσουν και η πεποίθησή του αυτή, καθώς και η πίστη του ότι η παράταξή του και η χώρα γενικά χρειάζονταν τις υπηρεσίες του, ασφαλώς συνέλαβαν στη λήψη αποφάσεων που μόνο ατυχείς μπορούν να χαρακτηριστούν. Με ενθάρρυνσή του είχαν συγκροτηθεί οργανώσεις από τους βενιζελικούς αξιωματικούς, όπως η «Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωση» (ΕΣΟ) και η «Δημοκρατική Άμυνα». Η πρώτη συγκροτήθηκε από αξιωματικούς που υπηρετούσαν στο στρατό και από τα ηγετικά στελέχη της ήταν ο αντισυνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, ο αδελφός του λοχαγός Ιωάννης Τσιγάντες, ο συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης και άλλοι. Σκοπός της οργάνωσης ήταν να εμποδίση τον Γεώργιο Κονδύλη να επιβάλει με δικό του κίνημα δικτατορία, αλλά και να ετοιμάσει αντίστοιχα στρατιωτικό κίνημα, για να αποτρέψει ενδεχόμενη μεταβολή του πολιτεύματος. Η δεύτερη οργάνωση, η «Δημοκρατική Άμυνα», συγκροτήθηκε από αποστρατευμένους κυρίως βενιζελικούς αξιωματικούς. Ηγέτες της ήταν οι στρατηγοί Άν. Παπούλας και Στυλιανός Γονατάς αλλά πραγματικός αρχηγός ο Νικόλαος Πλαστήρας, αυτοεξόριστος στη Γαλλία μετά την αποτυχία του κινήματος που είχε οργανώσει το 1933.

Το Κίνημα


Οι Κινηματίες της 1ης Μαρτίου 1935 απέβλεπαν στην κατάληψη του στόλου, ο οποίος, σύμφωνα με τα σχέδιά τους, θα έπαιξε βασικό ρόλο στην επιτυχία του κινήματος. Στόχος τους ήταν ακόμη οι στρατιωτικές δυνάμεις που έδρευαν στη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα, και τις οποίες θα έθεταν κάτων από τον έλεγχό τους. Με τον έλεγχο του στόλου, των φρουρών Θεσσαλονίκης και Καβάλας και την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου στη διάθεσή τους, οι κινηματίες θα σχημάτιζαν προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, άν στο μεταξύ δεν υπέβαλλε παραίτηση η κυβέρνηση στην Αθήνα, όπου οι μυημένοι αξιωματικοί θα προσπαθούσαν να θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους τις φρουρές της πρωτεύουσας για τη δημιουργία αντιπερισπασμού.
Το κίνημα απέτυχε στην πρώτη και κρίσιμη φάση του, όταν ο στόλος, αντί για τη Θεσσαλονίκη, κατευθύνθηκε προς την Κρήτη, όπου ο Βενιζέλος ανέλαβε την ηγεσία του κινήματος, όχι όμως χωρίς ενδοιασμούς. Οι φρουρές στη Βόρεια Ελλάδα επαναστάτησαν με μεγάλη καθυστέρηση, και της πρωτεύουσας τέθηκαν και πάλι κάτω απο κυβερνητικό έλεγχο, ευθύς μετά την εκδήλωση του κινήματος. Στο μεταξύ η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη αντέδρασε δυναμικά, αναθέτοντας την καταστολή του κινήματος στον Υπουργό Στρατιωτικών Γεώργιο Κονδύλη και προσλαμβάνοντας τον Ιωάννη Μεταξά ώς Υπουργό Άνευ Χαρτοφυλακίου. Ο Κονδύλης, με έδρα του τη Θεσσαλονίκη, κατέπνιξε γρήγορα το κίνημα στη Μακεδονία μετά από μιά σειρά συγκρούσεων και ο ηγέτης των επαναστατών στην περιοχή υποστράτηγος Καμμένος, διοικητής του Δ΄ Σώματος Στρατού στην Καβάλα, αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στις 11 Μαρτίου στη Βουλγαρία. Τελικά παραδόθηκε και ο στόλος, ενώ ο Βενιζέλος κατέφυγε στην Κάσο των ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων και εζήτησε πολιτικό άσυλο. Ουσιαστικά, το κίνημα κατέρρευσε, γεγονός που οφειλόταν στην έλλειψη γενικά αποδεκτού στρατιωτικού αρχηγού, στον ελαττωματικό σχεδιασμό και την κακή εκτέλεση των σχεδίων, στις αντιζηλίες των διαφόρων ομάδων και στην έλλειψη συντονισμού. Τέλος, το κίνημα δεν είχε παρά ελάχιστη απήχηση στο λαό, ο οποίος ένιωθε δυσφορία και κόπωση από τις αυθαίρετες επεμβάσεις των στρατιωτικών στην πολιτική.
Συνέπειες του Κινήματος

κίνημα 1ης Μαρτίου 1935 Εθνική Σημαία 1
Οι συνέπειες του κινήματος ήταν σοβαρές τόσο για την βενιζελική παράταξη όσο και για τη χώρα γενικά. Ο μεγάλος εθνικός ηγέτης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα ως κινηματίας, για να πεθάνει ένα χρόνο αργότερο αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Οι πολιτικοί ηγέτες της βενιζελικής παράταξης, συμπεριλαμβανομένων του Βενιζέλου και του Πλαστήρα, που καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε διάφορες βαριές ή ελαφριές ποινές, σε μια επίδειξη εκδικητικών διαθέσεων εκ μέρους των κρατούντων. Η στρατιωτική ηγεσία του κινήματος, μεταξύ των οποίων ανώτεροι αξιωματικοί, όπως ο Στέφανος Σαράφης και αδελφοί Τσιγάντε, δικάσθηκαν από έκτατα στρατοδικεία, καταδικάστηκαν, ταπεινώθηκαν δημόσια και αποτάχθηκαν από το στράτευμα. Αποφεύχθηκαν οι αθρόοες εκτελέσεις – εκτελέστηκαν τρείς αξιωματικοί μόνο, ο επίλαρχος Στ. Βολάνης και οι στρατηγοί Αν. Παπούλας και Μιλ. Κοιμήσης, όχι αναγκαστικά οι περισσότεροι υπεύθυνοι – όταν υπερίσχυσαν προς στιγμή μετριοπαθή στοιχεία της κυβέρνησης και της αντιβενιζελικής παράταξης γενικά.
Το σπουδαιότερο όμως, από την άποψη των μακροπρόθεσμων συνεπειών, ήταν ότι αποτάχθηκε ένα μεγάλο και ασφαλώς το σπουδαιότερο μέρος των βενιζελικών – δημοκρατικών αξιωματικών του στρατού και του ναυτικού. Η απόταξη των βενιζελικών αξιωματικών, περισσότερο από κάθε άλλη ενέργεια ή μέτρο της νικήτριας παράταξης, εξουδετέρωσε τα ερείσματα της βενιζελικής παράταξης στο στράτευμα και διευκόλυνε όχι μόνο την παραμονή της αντιβενιζελικής παράταξης στη εξουσία, αλλά και τη σταδιακή δημιουργία μονοκομματικού κράτους. Αποφασισμένη να προχωρήσει στην ολοκληρωτική εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, από τα βενιζελικά στοιχεία, η κυβέρνηση Τσαλδάρη κατάργησε την ισοβιότητα των δικαστικών και ανέστειλε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Ακόμα, κατάργησε τη Γερουσία, διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε εκλογές Συντακτικής Συνέλευσης για τον Ιούνιο του 1935.

Η Κρήτη


Στο κίνημα του 1935 οι Κρητικοί είχαν φυσικά έντονο ρόλο. Όχι μόνο οι αξιωματικοί, αλλά και οι πολιτικοί και κοινωνικοί παράγοντες. Μετά την αποτυχία του, συνελήφθησαν σχεδόν 150 βενιζελικοί στο νησί, οι οποίοι μάλιστα οδηγήθηκαν στο έκτακτο στρατοδικείο που συγκροτήθηκε στη Σούδα, οι περισσότεροι από τους οποίους καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, ενώ αποφασίστηκε η δήμευση της περιουσίας των ίδιων και των συζύγων τους. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν βενιζελικοί βουλευτές, αξιωματικοί του στρατού και της χωροφυλακής, στελέχη του Βενιζέλου που ήδη είχαν διακριθεί ήδη στον πολιτικό στίβο ή αργότερα στους εθνικούς αγώνες.

Η απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου της Σούδας για τους Κρήτες κρατουμένους

Μετά την αποτυχία του κινήματος δεκάδες Κρήτες είχαν καταδικαστεί σε φυλάκιση, με απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου της Σούδας. Από το φύλλο της 24ης Μαΐου 1935 της εφημερίδας των Χανίων «Αλήθεια», δημοσιεύομε όλα τα ονόματα των κατηγορουμένων, και την απόφαση του δικαστηρίου για καθένα απ’ αυτούς. Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη εφημερίδα δημοσίευε, επί καιρό, αναλυτικά όλα τα πρακτικά της δίκης.
Σε άλλες δίκες που έγιναν στα υπόλοιπα μέρη της Ελλάδας υπήρξαν ανάλογες καταδίκες, ενώ ο Βενιζέλος και οι συνεργάτες του καταδικάστηκαν σε θάνατο!
Μουντάκης Εμμ. 20 ετών πρόσκαιρα δεσμά, Γεωργιλαδάκης 15 ετών, Σκουλάς Βασ. 12 ετών, Κεραμειανίδης 8 ετών ειρκτήν, Παπαδοκωνσταντάκης Σταύρος 5 ετών φυλάκησιν, Βολουδάκης Μανούσος 8 ετών ειρκτήν, Μπακλατζής Εμμ. 5 ετών φυλάκησιν, Παΐζης Ιωάν. 3 ετών φυλάκισιν, Συγγελάκης Μάρκος 3 ετών φυλάκισιν, Παπαβασιλείου Σ/ρχης 5 ετών φυλάκισιν με έκπτωσιν.

Μηλιαράς αν/ρχης 5 ετών φυλάκισιν και έκπτωσιν, Ηλ. Καλιγιάννης, τα/ρχης 5 ετών φυλάκισιν και έκπτωσιν, Φουντουλάκης Γ. αν/ρχης 4 ετών φυλάκισιν και έκπτωσιν, Προυκάκης ταγ/ρχης 3 1/2 και έκπτωσιν, Σατερλής 3 ετών φυλάκισιν και έκπτωσιν.

Πατεράκης Σ/ρχης, Τσάκωνας Πολύβιος, Πετεινάκης Ταγ/ρχης, Παπαματθαιάκης μοίραρχος, Μαλαγαρδής, Μαρκετάκης, λοχαγός, Γαβριλάκης Ταγ/χης απάντας δυό ετών φυλάκισιν.

Τσάκωνας Φώτιος, Καλομενόπουλος Ταγ/χης, Τζουλάκης λοχαγός, Ζωγράφος Ανδρ., Μαστοράκης Εμμ., Παπαδάκης λοχαγός, άπαντες εις ενός και ημίσεως έτους φυλάκισιν.

Μονιάκης Ταγ/ρχης, Γερογιάνης λοχαγός, Παπαδερός Ταγματάρχης, Οικονόμου Ταγματάρχης, Παπαδάκης Ταγ/χης, Χαλακατεβάκης λοχαγός, Τζίμας λοχαγός, Νταλής Αν/χης, Βάμβουκας λοχαγός, Νικολούδης Εμμ. Μυλωνάκης λοχαγός, Λιόδης λοχαγός, Νοραδοράκη Ταγ/χης, Συλιβός, Φιωράκης, Ιωαννίδης, Καφετζάκης, Δερμιτζάκης, Βογιάκης, Πρατσινάκης, Παπαδαντωνάκης ταγμ., Κουμής ταγμ., Φουντουλάκης Ευαγ. αντ/χης, Σταμαθιουδάκης ταγ/χης, Δανδουλάκης, Αντύπας Μοίραρχος, Κανάκης αντ/χης, Κοθρής άπαντες εις 1 έτους φυλάκισιν.

Ζουμάκης έξ μηνών, Καριωτάκης ενός έτους.

Το δικαστήριον εδέχθη την πολιτικήν αγωγήν δι’ 700.000.000 τα έξοδα της δίκης εισπρακτέα εις τρεις δόσεις. Οι λοιποί ηθωώθησαν, άλλοι μεν λόγω συγχύσεως, άλλοι λόγω αμφιβολιών.

Εκηρύχθησαν εντελώς αθώοι ο Στρατηγός Κατεχάκης και Οικονομάκης Τελώνης Ηρακλείου.

Εις τους κάτωθι καταδικασθέντας εδόθη τριετής αναστολή.

Μονιάκης ταγ., Γερογιάννης Λοχ., Χαλακατεβάκης λοχ., Τζίμας λοχ., Νταλής λοχ., Βάμβουκας λοχ., Νικολούδης ιδ., Λιόδης λοχ., Νοδαράκης ταγ., Μυλωνάκης λοχ., Φιοράκης ιδ., Καφετζάκης ιδ., Παπαδαντωνάκης ταγχ., Κουμής ταγ., Φουντουλάκης αν/χης, Σταμαθιουδάκης Ταγ., Κουρής ιδιώτ., Τσάκωνας Φ. ιδιώτης, Καλομενόπουλος ταγ., Ζωγράφος, Παπαδάκης Στυλ. λοχ.

ΠΟΙΟΙ ΗΘΩΩΘΗΣΑΝ

Πωλιουδόβαρδας, Σαριδάκης, Ταταράκης, Τσαγκαράκης, Γύπαρης, Συνατσάκης, Καλαϊτζάκης, Κορωνάκης, Παπαδαντωνάκης, Αθουσάκης, Τζανουδάκης, Σταυρουλάκης, Μαγριπλής, Πολυθοδωράκης, Πανούσης, Γερογιάννης, Φουσιανάκης, Βάμβουκας, Παν. Κλάδος, Θρ. Κλάδος, Μπατζάκης, Νικ. Πιστολάκης, Χαρ. Αντωνάτος, Σταματάκης, Μαρματάκης, Κυρ. Μητσοτάκης, Γ. Μαρκαντωνάκης, Ιωάν. Μαυρογέννης, Μιχ. Κουναλάκης, Αλ. Μινιουδάκης, Κ. Φωτάκης, Ι. Δροσουλάκης, Ν. Περάκης, Νοδαράκης, Αποστολάκης, Ξυλούρης, Αλεξάκης, Φραντζεσκάκης, Μοδάτσος, Πετράκης, Ματονάκης, Φιλιππάκης, Καστρινός, Φραγκιαδάκης, Βεργάκης, Καραμπινάκης, Τρουλινός, Καφετζάκης, Αγγελιδάκης, Γαλανάκης, Κωνσταντινίδης, Χαλκιαδάκης, Ιωαν. Ρούσσον, Γρηγοράκην, Μποτζαλήν, Μανδελεδάκην, Φασουλάκην, Σακλαμπάνην, Μανασάκην, Δαυδουλάκην, Στεφανίδη, Ευφραιμίδην, Λεοντσίνην, Κατεχάκην, Οικονομάκην, Βαϊκούσην, Μαρήν, Πρωτοπαπαδάκην, Τσιχλής, Μαγγώνης, Μ. Σεργάκην, Ν. Σεργάκην, Σπανάκης, Δεδελειτάκην, Καταπότην, Ρ. Κούνδουρον, Καπετανάκην, Σκύβαλον, Αδαμάκην, Βολάνην.

Η στάση της εφημερίδας του Ηρακλείου «Ανόρθωσις» και η απολογία του εκδότη Ανδρέα Ζωγράφου

Ανάμεσα στους συλληφθέντες βενιζελικούς ήταν και ο δημοσιογράφος Ανδρέας Ζωγράφος, εκδότης της εφημερίδας του Ηρακλείου «Ανόρθωσις», η οποία με το ξέσπασμα του κινήματος και μέχρι τις 10 Μαρτίου 1935 κυκλοφορούσε μονοσέλιδη (μόνο η μία πλευρά του φύλλου τυπωνόταν) ως δελτίο των άρθρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη συνέχεια η έκδοσή της διακόπηκε αναγκαστικά, καθώς, εκτός από τη λογοκρισία, ο εκδότης της ήταν καταδικασμένος και φυλακισμένος. Επανεκδόθηκε 4 μήνες αργότερα, και με συνεχή άρθρα της στήριξε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, εκφράζοντας τη θλίψη της για την αυτοεξορία του. Στο φύλλο της 14 Ιουλίου, μάλιστα, δημοσίευσε και το κείμενο της απολογίας του Α. Ζωγράφου, το οποίο αναδημοσιεύομε στη συνέχεια.

Σημειώνεται ότι συντάκτης της εφημερίδας ήταν ο Θρασύβουλος Σταυράκης, μετέπειτα αρχισυντάκτης της «Π».

Κύριε Πρόεδρε, Κύριοι Στρατοδίκαι,

Παρʼ όλον το ότι με συνέθλιψε ψυχικώς το φανταστικόν και ουδόλως ευσταθήσαν προ υμών επεισόδιον του γνωστού σας πλέον χωροφύλακος, το αντιπαρέρχομαι, ευλαβουμενος τον χρόνον του δικαστηρίου σας τοσούτω μάλλον καθʼ όσον ο πάντων αρμοδιώτερος να μνημονεύση τι περί αυτού κ. Νομάρχης Ηρακλείου ουδέ καν υπαινιγμόν αφήκε περί εμού ενώ τουναντίον σαφώς και απεριφράστως απήντησε όταν, ηρωτήθη, ότι δεν απεμακρύνθην σχεδόν ουδέ λεπτόν απʼ αυτού από της πρώτης στιγμής της ειρηνικής εισόδου μας εις το τηλεγραφείον μέχρι της ώρας της αναχωρήσεώς μου εκ της οικίας του καθʼ ην μοι απηύθυνε λόγους ευχαριστιών δια την αυθόρμητον συνοδείαν μου. Το ίδιον έκαμον και οι αυτόπται μάρτυρες των τότε γενομένων υπάλληλοι του Τηλεγραφείου Ηρακλείου. Αισθάνομαι μόνον επιτακτικόν καθήκον να διαδηλώσω την ειλικρινή ευγνωμοσύνη μου προς τον κ. Πρόεδρον διότι με ψυχικήν ανωτερότητα και βαθύτητα αντιλήψεως τιμώσαν τον πολιτισμόν μας δεν αφήκε θέσιν εις την αδικίαν της τόσον απανθρώπως εξυφανθείσης εναντίον μου σκευωρίας περί δήθεν γενομένης εκ μέρους μου αποπείρας ανθρωποκτονίας δια πυροβόλου όπλου εναντίον οργάνου της τάξεως.

Μετά τας ολίγας αυτάς λεξεις εισέρχομαι εις την κυρίαν δράσιν μου την επαγγελματικήν, του επαναστατικού δεκαημέρου.

Εδώ, κ. Στρατοδίκαι, εις τον τόπον του οποίου την δημόσιαν γνώμην ανήρπασεν ο επαναστατικός οιμούν της 1ης Μαρτίου υπήρξε τύπος αιγών και συνεπώς επαυξάνων την σύγχυσιν και την αγωνίαν του κόσμου και τύπος διαφωτίζων, ενεργών, αποφαινόμενος. Ο σιγήσας τύπος, κατά την ταπεινήν μου γνώμην δεν έκαμε τι το καλόν, δεν εσεβάσθη την δημοσίαν γνώμην. Την επρόδιδε. Ο ενεργών και διαφωτίζων τουναντίον, ενώ δεν ηστραποβάλει από ενθουσιασμόν, ήγγιζε όσον ηδύνατο την πραγματικότητα, εκήρυττε αυτήν επί τη βάσει των τότε υπαρχόντων δεδομένων, εσέβετο με σχετικότητας πάντοτε την αποστολή και τον προορισμόν του. Δεν έβλαπτεν.

Πεποίθησίς μου κατέστη εξ όσων είδα ότι, εάν τύπος δεν υπήρχε τας συνταρακτικάς εκείνας ημέρας, έστω χωλαίνων και ανεπαρκώς τροφοδοτών τας δύο αντιπάλους παρατάξεις, αι εμπρηστικαί διαδόσεις, αι οργιάζουσαι εις παρομοίας στιγμάς φήμαι, θα ανέτρεπον την εδώ ειρηνικήν μορφήν της επαναστάσεως, τα αναρχικά στοιχεία θα επυρπόλου το επικρατήσαν πνεύμα του απολύτου σεβασμού των αντιπάλων, οι εχθροί των δύο κόσμων θα εδυναμίτιζον το κοινωνικόν μας οικοδόμημα και εις τον απολογισμόν των ημερών εκείνων θα προσετίθετο ασφαλέστατα το αίμα τις οίδε πόσων και ποίων θυμάτων.

Ενθουσιασμόν επί τούτοις και τόνον δεν έδωκεν εις την επανάστασιν ο ενεργών τοπος, όχι μόνον διότι ο επαναστατικός παλμός εκυριάρχησε των πάντων και η ατμόσφαιρα ήτο διάχυτος από τον ενθουσιασμόν τον οποίον επροκάλεσε ο κατάπλους του στόλου εις Κρήτην. ΑΛλά διότι, κυρίως διότι, ο θρύλος ενός κυριάρχου ονόματος εξουδετέρωνε την δύναμιν του τόπου, εσάρωνε το στοχείον του, εξωβέλιζε αυτήν ταύτην την ύπαρξίν του. Ο τύπος δεν ήτο εδώ τηλεβόας ή εμψυχωτής κ. Στρατοδίκαι. Δεν εσάλπιζε εγερτήρια ή συναγερμούς. Με τον Βενιζέλον αρχηγόν μιας επαναστάσεως, ήτο μηδέν. Ητο τροχός αδρανών. Ητο δύναμις εκλείπουσα, ήτο φωνή άνευ ηχούς. Ητο εν απλούν μέσον επαναλήψεως των ανακοινώσεων της επαναστάσεως και του Αρχηγού της.

Δια την εφημερίδαν μου “Ανόρθωσιν” συγκεκριμένως κ. Πρόεδρε, ενυπάρχει το προνομιούχον φαινόμενον να κινήται ο απολογούμενος αυτήν την στιγμή Διευθυντής της προς όλας τας κατευθύνσεις, να επιλαμβάνεται αυτοπροσώπως των διακυμάνσεων του επαναστατικού δεκαημέρου, να ωτακαστή αν θέλετε και να αγρεύη την μικράν και την μεγάλην είδησιν δια να είνε συνεπής προς την αλήθειαν την οποίαν εδίψαν ο κόσμος και την οποίαν εκ παραδόσεως και αρχών εσεβάσθην ένα τέταρτον σχεδόν αιώνος με αληθή φανατισμόν.

Ο δημοσιογράφος κ. Στρατοδίκαι όταν δημοσιογράφος είναι και όχι κηφήν κοινωνικός πρέπον είνε να μη μένη εις την ουράν των γεγονότων αλλά να σπεύση εις την πλέον προκεχωρημένην των θέσιν. Πρέπον είνε να ανοίγη δρόμους και πηγάς καθʼ οιονδήποτε τρόπον. Καθήκον έχει να προτρέχη. Υποχρέωσιν να πρωτοπορή, να προβαδίζη. Παντού να σπεύδη και από παντού να αποκομίζη ως μέλισσα την τροφήν της δημοσίας γνώμης.

Διότι η δημοσία γνώμη όταν συνταράσσεται από γεγονότα και πράγματα, δεν ησυχάζει, δεν κοπάζει με την σιωπήν. Απʼ εναντίας εξαγριούται, παρασύρεται και πολλάκις αυτοεξωθείται ως εξηγριωμένο παιδί εις τα άκρα. Εάν υπάρχη καθήκον εις ανωμάλους συνθήκας και ημέρας ταραχώδεις δια τον δημοσιογράφον, το καθήκον αυτό δεν διαγράφεται εις την θαλπωρήν και την ασφάλειαν των μετόπισθεν. Οπως δια τον στρατιώτην υπάρχει θέσις και δια τον δημοσιογράφον υπάρχει έπαλξις τιμής. Και απʼ αυτής δεν απεμακρύνθην ουδέ στιγμήν, διότι αυτή ήτο η υποχρέωσίς μου και προς την κοινήν Πατρίδα, δια την οποίαν έδωκα και εγώ κάποιες σταγόνες αίματος και προς την κοινωνίαν.

“Θα ήτο ψευδής κάθε ισχυρισμός ότι δεν ήσκει εφʼ ημών ακατανίκητον γοητείαν ο Αρχηγός των Φιλελευθέρων κ. Βενιζέλος”

Συντομεύων κ. Πρόεδρε δεν θα είπω ότι δεν ανήκω εις κομμα. Δεν θα είπω ότι δεν επίστευσα εις τον κίνδυνον της Δημοκρατίας. Ούτε θα ισχυρισθώ ότι δεν ήσκει επʼ εμού ακατανίκητον γοητείαν ο Αρχηγός των Φιλελευθέρων κ. Ελευθέριος Βενιζέλος.

Τοιούτος ισχυρισμός θα ήτο ψευδής και ανευλαβής προς το σεβαστόν Στρατοδικείον σας. Δύναμαι όμως να διακηρύξω υπερηφάνως από του εδωλίου εις το οποίον καθήλωσε και εμέ η τυφλώνουσα εμπάθεια τοπικών κομματικών αντιθέσεων και ο επαγγελματικός ατυχώς μικροϋπολογισμός, ότι ούτε με εκίνησε, ούτε με ενέπνευσε, ούτε με εχρησιμοποίησε το κόμμα ή με εξώθησε κανέν αίσθημα κομματισμού τας ημέρας του κινήματος.

Η απόλυτος προσήλωσις και αφοσίωσίς μου προς το επάγγελμα αυτό καθαυτό με εκίνει, με ηλέκτριζε ανά πάσαν στιγμήν και μου έδιδε επιταγάς. Απόδειξις ότι δεν είμεθα εις αρμονικάς σχέσεις με τέως υπουργόν της κυβερνήσεως Φιλελευθέρων, σχεδόν από ολοκλήρου τετραετίας και όμως παραβλέπων τας σχέσεις αυτάς, τας τεταραγμένας, τον συνοδεύω άπαξ η δις όταν επιβάλλεται να μάθω περισσότερα και να γίνω κύριος των πραγμάτων, αντί να διατελώ αιχμάλωτός των.

Με τας Αθήνας κ. Στρατοδίκαι σημειωτέον δεν είχομεν καθʼ όλο το επαναστατικόν δεκαήμερον καμμίαν επικοινωνίαν. Ουδέ καν επαφήν. Τα ανακοινωθέντα της Κυβερνήσεως δεν μας γίνονται γνωστά. Με ένα τέως κατηγορούμενον έρχομαι εις ρήξιν όταν αποπειρώμαι να εκπορθήσω μίαν αλήθειαν. Η μόνη πηγή των πληροφοριών μας είναι τα Χανιά. Εκσφενδονίζομαι και εδώ όταν μου το επιβάλλει το επάγγελμα του δημοσιογράφου δια να αγγιστρώσω μίαν είδησιν, μίαν πληροφορίαν, μίαν λέξιν.

Αρχή και πίστις μας ήτο να σεβώμεθα την αλήθειαν και να μη αποκρύβωμεν τας ειδήσεις τα δυσαρέστους και όταν αύται έφερον την επανάστασιν κύπτουσαν…

Οτι δεν πολιτεύομαι εις τας ειδήσεις μου, ότι δεν παγιδεύω την δραχμήν του ανυπόπτου κοινού το βοά η υπʼ εμού απροσχημάτιστος διάψευσις της καταλήψεως της Θεσσαλονίκης με τοιχοκολλήματα και δημοσιεύσεις όπως εβεβαίωσεν ενώπιον υμών τόσοι αξιόπιστοι μάρτυρες. Και πότε; Καθʼ ην στιγμήν τα Χανιά πυρπολούν οι πυροβολισμοί των ευπίστων. Εάν τόλμημα δεν είνε τούτο εις ένα περιβάλλον επαναστατικόν, δεν είνε συνειδητή εξυπηρέτησις της δημοσίας γνώμης όταν υπάρχει η χειρ της λογοκρσίας και η επαναστατική απειλή της παύσεως ύπερθέν μου;

Αλλʼ αυτήν την απειλή την παραβλέπω ριψοκυνδεύων τα πάντα, ακόμη και την προσωπική μου ελευθερίαν όταν δύο ή τριών ημερών σιγή προειδεάζει μίαν κατάστασιν αποτόμου καταρρεύσεως του κακώς εκλαμβανομένου επαναστατικού όγκου. Αρπάζομαι τότε από την πρώτην ευκαιρίαν η οποία μου δίδεται, φθάνω δρομεύς κατάκοπος εις την πηγήν των πληροφοριών, τα Χανιά, και όταν οι συνάδελφοί μου των Χανίων διατελούν υπό βαθύ σκότος εγώ υφαρπάζω την είδησιν του βομβαρδισμού της Καβάλλας, την μεταδίδω εις το Ηράκλειον άνευ εγκρίσεως των αρμοδίων και φθάνων και μέχρις απειλής των τηλεφ. υπηρεσιών, δια την ταχίστην διαβίβασίν της, δίδω ρητήν εντολήν εις τους συντάκτας μου και αν ακόμη δαρούν να τοιχοκολλήσουν την είδησιν αυτήν εις τα κεντρικώτερα σημεία της πόλεώς μας. Και ούτω, πρώτον και μόνον το Ηράκλειον χάρις εις την επαγγελματικήν μου προσήλωσιν και τιμίαν ενημερότητα πληροφορείται το πλήγμα το κατενεχθέν κατά της επαναστάσεως δια του βομβαρδισμού της Καβάλλας υπό κυβερνητικών πολεμικών. Το τοιχοκόλλημα εκείνο, ηκούσατε κ. Στρατοδίκαι, επέσυρε την μήνιν των πολλών διετάχθη επαναστατικώ δικαίω το σχίσιμόν του, εγώ όμως δεν έχω σήμερον βεβαρυμένην την συνείδησιν διότι τότε όπως και ανά πάσαν άλλην στιγμήν είπα, εξήγγειλα, εβροντοφώνησα πρώτος την αλήθειαν. Μόνην την αλήθειαν.

Κύριε Πρόεδρε, τελειώνω δια να σας είπω: Ελευκάνθην και προώρως εγήρασα αγωνιζόμενος δια τα ιδανικά της Δημοκρατίας. Πολιτευόμενος δεν είμαι. Στρατιώτης μόνον είμαι, ο έσχατος έστω, της κοινής Πατρίδος και του κοινωνικού μας καθεστώτος. Πρεσβεύω την ρήσιν του σοφού που είπεν, ότι ηθική πλαισιωμένη με τιμάς είναι να χάνη κανείς τα αγαθά της ελευθερίας του δια τας ιδέας του.

Αλλά δεν βλέπω πού και πότε ανεμίχθην εις βίαν δια τας ιδέας μου και ποίος αξιόπιστος μάρτυς μού απέδωσε κατηγορίαν ότι εξεδηλώθην επαναστατικώς ή ότι εκινήθην με ζωηρότητα μη προσαρμοζομένην εις το άχαρι επάγγελμά μου.

Δια τούτο δεν αισθάνομαι την ανάγκην να εκζητήσω από δικαστάς της ιδικής σας περιωπής, επιείκειαν αλλά δικαιοσύνην. Διότι πιστεύω ακραδάντως, διότι με πεποίθησιν υποστηρίζω ότι δεν με βαρύνει κατηγορία άλλη πλην εκείνης της απολύτου προσηλώσεώς μου εις το επάγγελμα του δημοσιογράφου και στρατιώτου της κοινής Πατρίδος δια της οποίας τα ιδανικά δεν προσέφερα μόνος. Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Στρατοδίκαι θρύλος δεκάδων ενιαυτών παραμένει αφʼ ότου ο πατέρας μου αφήκε τα θρανία της θεολογίας και κατήλθε από τας Αθήνας να πολεμήση δια την ένωσιν της Κρήτης, η θηριώδης κρεμάλα υπό των Τούρκων του Πάππου μου έξω από έναν Ναόν του Υψίστου, τον οποίον η θυσία εκείνη μετέβαλε εις βωμόν και Κασταλίαν πηγήν κάποιων ωραίων παραδόσεων. Μεθʼ όρκου βωβαιώ ότι, τας παραδόσεις εκείνας τας εσεβάσθην από των πρώτων μέχρι των τελευταίων στιγμών της επαναστάσεως.

Οτι, από αυτάς ήντλουν διδάγματα και αυταί εφώτιζον τον δρόμον μου. Εμεινα δημοσιογράφος, ίσως με αέρινα πτερά, αλλά και πονών αλλά και σεβόμενος την ιστορία της αιματοβρέκτου αυτής Ελληνικής γωνίας, αλλά και σαλπίζων την αλήθειαν των γεγονότων και όταν ακόμη εσαβάνωναν ταύτα το επαναστατικόν κίνημα δια το οποίον κρινόμεθα ενταύθα.

Πηγές – βιβλιογραφία

-Ζαχαρένιας Σημανδηράκη, Το κίνημα του 1935 στην Κρήτη και οι επιστολές Βενιζέλου, αφιέρωμα, στο αφιέρωμα της «Π» για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, Φεβρουάριος 2009

-Κώστα Καλλιγά «Παλινόρθωση και 4η Αυγούστου», εκδόσεις Φυτράκη

-Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Ικαρος 1955, τόμος β’,

-Ι.Kολιόπουλου, «Eσωτερικές και εξωτερικές εξελίξεις από την 1η Mαρτίου 1935 ως την 28η Οκτωβρίου 1940», στο: Iστορία του Eλληνικού Έθνους, IE, Aθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1978

-Συλλογή Ιωαννίδη

-Ιστορικά εφημερίδας “Πατρίς”

-Εφημερίδες της εποχής

-Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων

-Τμήμα Εφημερίδων και Περιοδικών Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης 

-Αρχείο Candia

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί